- θεοίνιον
- θεοίνιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοίνιον — θεοίνιον, το (Α) [θέοινος] 1. το ιερό τού Διονύσου 2. στον πληθ. τά θεοίνια γιορτή προς τιμή τού Διονύσου στην Αττική … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοίνια — neut nom/voc/acc pl θεοίνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)